Οι λέξεις "wear" και "put on" στην αγγλική γλώσσα συχνά μπερδεύουν τους μαθητές, παρόλο που η διαφορά τους είναι σημαντική. Η λέξη "wear" χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε κάτι που φοράμε για μια χρονική περίοδο, ενώ η λέξη "put on" περιγράφει την πράξη της τοποθέτησης ενός ρούχου ή αξεσουάρ πάνω μας. Με άλλα λόγια, "wear" δείχνει την κατάσταση του να φοράς κάτι, ενώ "put on" την ενέργεια του να το φορέσεις.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
"I wear glasses." (Φοράω γυαλιά.) Εδώ, η φράση δείχνει μια συνεχή κατάσταση. Φοράω γυαλιά τακτικά.
"I put on my glasses." (Φόρεσα τα γυαλιά μου.) Εδώ, η φράση περιγράφει την ενέργεια του να βάλω τα γυαλιά.
"She wears a beautiful dress." (Φοράει ένα όμορφο φόρεμα.) Η περιγραφή αφορά την εμφάνιση της.
"She put on a beautiful dress for the party." (Φόρεσε ένα όμορφο φόρεμα για το πάρτι.) Η περιγραφή εστιάζει στην ενέργεια της προετοιμασίας για το πάρτι.
"He wears a hat." (Φοράει καπέλο.) Μια συνήθεια.
"He put on his hat and left." (Φόρεσε το καπέλο του και έφυγε.) Μια ενέργεια που έγινε πριν από κάτι άλλο.
"They wear uniforms to school." (Φορούν στολές στο σχολείο.) Μια ρουτίνα.
"They put on their uniforms before the parade." (Φόρεσαν τις στολές τους πριν από την παρέλαση.) Μια συγκεκριμένη ενέργεια πριν από ένα γεγονός.
Σημειώστε πως μπορεί να χρησιμοποιηθούν και με άλλα αντικείμενα, όπως κοσμήματα ή αξεσουάρ, με τον ίδιο τρόπο.
Happy learning!